- μηλόβοτος
- μηλόβοτος, -ον1 grazed by sheep
ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν P. 12.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν P. 12.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μηλόβοτος — μηλόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + βοτος (< βόσκω),… … Dictionary of Greek
μηλόβοτος — grazed by sheep masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλόβοτον — μηλόβοτος grazed by sheep masc/fem acc sg μηλόβοτος grazed by sheep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοβότοιο — μηλόβοτος grazed by sheep masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοβότου — μηλόβοτος grazed by sheep masc/fem/neut gen sg μηλοβότης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοβότους — μηλόβοτος grazed by sheep masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλόβοτα — μηλόβοτος grazed by sheep neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλόβοτοι — μηλόβοτος grazed by sheep masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούβοτος — βούβοτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός στον οποίο βόσκουν βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + βοτος < βόσκω (πρβλ. αιγίβοτος, ιππόβοτος, μηλόβοτος, πάμβοτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek